Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàuto
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈawto] το αυτοκίνητο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαauto [θηλ.] decappottabile # cabriolet [θηλ. άκλ.] = γκαμπριολέ || mal [αρσ.] di mare = η ναυτία || patire il mal d'auto = το αυτοκίνητο με ζαλίζει || un'auto [θηλ.] affidabile = ένα σίγουρο αυτοκίνητο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |