Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autoabbronzànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,awtoabbronˈdzante]

η κρέμα αυτομαυρίσματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  auto autoaccensione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


crema [θηλ.] autoabbronzante = η κρέμα αυτομαυρίσματος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autiere (ουσ αρσ )
autismo (ουσ αρσ )
autista (ουσ αρσ και θηλ.)
autistico (επίθ.)
auto (θηλ.ουσ)
autoabbronzante (ουσ αρσ )
autoaccensione (θηλ.ουσ)
autoaccusa (θηλ.ουσ)
autoadesivo (ουσ αρσ )
autoadesivo (επίθ.)
autoaffermazione (θηλ.ουσ)
autoaffondamento (ουσ αρσ )
autoambulanza (θηλ.ουσ)
autoanalizzatore (ουσ αρσ )
autoarticolato (ουσ αρσ )
autobiografia (θηλ.ουσ)
autobiografico (επίθ.)
autobiografismo (ουσ αρσ )
autoblinda (θηλ.ουσ)
autobotte (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---