Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόautoabbronzànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,awtoabbronˈdzante] η κρέμα αυτομαυρίσματος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcrema [θηλ.] autoabbronzante = η κρέμα αυτομαυρίσματος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |