Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [awˈtista]

ο σωφέρ, ο οδηγός (αυτοκινήτου)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autismo autistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autenticità (θηλ.ουσ)
autentico (επίθ.)
autentificare (ρ. μτβ.)
autiere (ουσ αρσ )
autismo (ουσ αρσ )
autista (ουσ αρσ και θηλ.)
autistico (επίθ.)
auto (θηλ.ουσ)
autoabbronzante (ουσ αρσ )
autoaccensione (θηλ.ουσ)
autoaccusa (θηλ.ουσ)
autoadesivo (ουσ αρσ )
autoadesivo (επίθ.)
autoaffermazione (θηλ.ουσ)
autoaffondamento (ουσ αρσ )
autoambulanza (θηλ.ουσ)
autoanalizzatore (ουσ αρσ )
autoarticolato (ουσ αρσ )
autobiografia (θηλ.ουσ)
autobiografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---