Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autoanalizzatore
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,awtoanalidʤaˈtore]

αυτόματος αναλυτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autoambulanza autoarticolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autoadesivo (ουσ αρσ )
autoadesivo (επίθ.)
autoaffermazione (θηλ.ουσ)
autoaffondamento (ουσ αρσ )
autoambulanza (θηλ.ουσ)
autoanalizzatore (ουσ αρσ )
autoarticolato (ουσ αρσ )
autobiografia (θηλ.ουσ)
autobiografico (επίθ.)
autobiografismo (ουσ αρσ )
autoblinda (θηλ.ουσ)
autobotte (θηλ.ουσ)
autobus (ουσ αρσ )
autocaravan (ουσ αρσ )
autocarro (ουσ αρσ )
autocentrante (επίθ.)
autocentro (ουσ αρσ )
autocertificazione (θηλ.ουσ)
autocingolato (ουσ αρσ )
autocisterna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---