Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àutobus, autobùs  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈawtobus], [awtoˈbus]

το (αστικό) λεωφορείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autobotte autocaravan  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


abbonamento [αρσ.] dell'autobus = η κάρτα απεριόριστων διαδρομών || stazione [θηλ.] degli autobus = ο σταθμός λεωφορείων


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autobiografia (θηλ.ουσ)
autobiografico (επίθ.)
autobiografismo (ουσ αρσ )
autoblinda (θηλ.ουσ)
autobotte (θηλ.ουσ)
autobus (ουσ αρσ )
autocaravan (ουσ αρσ )
autocarro (ουσ αρσ )
autocentrante (επίθ.)
autocentro (ουσ αρσ )
autocertificazione (θηλ.ουσ)
autocingolato (ουσ αρσ )
autocisterna (θηλ.ουσ)
autocivetta (θηλ.ουσ)
autoclave (θηλ.ουσ)
autocolonna (θηλ.ουσ)
autocombustione (θηλ.ουσ)
autocommiserazione (θηλ.ουσ)
autocommutatore (ουσ αρσ )
autocompiacimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---