Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autocolónna, autocolònna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,awtokoˈlonna], [,awtokoˈlɔnna]

ουρά αυτοκινήτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autoclave autocombustione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autocertificazione (θηλ.ουσ)
autocingolato (ουσ αρσ )
autocisterna (θηλ.ουσ)
autocivetta (θηλ.ουσ)
autoclave (θηλ.ουσ)
autocolonna (θηλ.ουσ)
autocombustione (θηλ.ουσ)
autocommiserazione (θηλ.ουσ)
autocommutatore (ουσ αρσ )
autocompiacimento (ουσ αρσ )
autoconservazione (θηλ.ουσ)
autocontrollo (ουσ αρσ )
autoconvoglio (ουσ αρσ )
autocosciente (επίθ.)
autocoscienza (θηλ.ουσ)
autocrate (ουσ αρσ και θηλ.)
autocratico (επίθ.)
autocrazia (θηλ.ουσ)
autocritica (θηλ.ουσ)
autocritico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---