Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόautocosciènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [awtokoʃˈʃɛntsa] 1 αυτοσυνείδηση 2 αυτοσυνειδησία 3 αυτεπίγνωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |