Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autòctono  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [awˈtɔktono]

1 ντόπιος
2 αυτόχθων
3 ιθαγενής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autoctonia autodafé  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autocrazia (θηλ.ουσ)
autocritica (θηλ.ουσ)
autocritico (επίθ.)
autocross (ουσ αρσ )
autoctonia (θηλ.ουσ)
autoctono (αρσ. επίθ και ουσ)
autodafé (ουσ αρσ )
autodecisione (θηλ.ουσ)
autodenuncia (θηλ.ουσ)
autodeterminazione (θηλ.ουσ)
autodidatta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
autodidattico (επίθ.)
autodifesa (θηλ.ουσ)
autodisciplina (θηλ.ουσ)
autodromo (ουσ αρσ )
autoemoteca (θηλ.ουσ)
autofecondazione (θηλ.ουσ)
autoferrotranviario (επίθ.)
autoferrotranviere (ουσ αρσ )
autofficina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---