Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόautodafé
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [awtodaˈfe] 1 μεγάλη φωτιά υπαίθρου 2 κάψιμο στην πυρά από την Ιερή εξέταση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |