Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόautocrazìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [awtokratˈtsia] 1 κυβέρνηση δικτάτορα 2 αυτοκρατορία 3 απολυταρχία 4 δικτατορία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |