Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autoconvòglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,awtokonˈvɔʎʎo]

ουρά αυτοκινήτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autocontrollo autocosciente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autocommiserazione (θηλ.ουσ)
autocommutatore (ουσ αρσ )
autocompiacimento (ουσ αρσ )
autoconservazione (θηλ.ουσ)
autocontrollo (ουσ αρσ )
autoconvoglio (ουσ αρσ )
autocosciente (επίθ.)
autocoscienza (θηλ.ουσ)
autocrate (ουσ αρσ και θηλ.)
autocratico (επίθ.)
autocrazia (θηλ.ουσ)
autocritica (θηλ.ουσ)
autocritico (επίθ.)
autocross (ουσ αρσ )
autoctonia (θηλ.ουσ)
autoctono (αρσ. επίθ και ουσ)
autodafé (ουσ αρσ )
autodecisione (θηλ.ουσ)
autodenuncia (θηλ.ουσ)
autodeterminazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---