Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


autòcrate  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [awˈtɔkrate]

απολυταρχικός άρχοντας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  autocoscienza autocratico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autoconservazione (θηλ.ουσ)
autocontrollo (ουσ αρσ )
autoconvoglio (ουσ αρσ )
autocosciente (επίθ.)
autocoscienza (θηλ.ουσ)
autocrate (ουσ αρσ και θηλ.)
autocratico (επίθ.)
autocrazia (θηλ.ουσ)
autocritica (θηλ.ουσ)
autocritico (επίθ.)
autocross (ουσ αρσ )
autoctonia (θηλ.ουσ)
autoctono (αρσ. επίθ και ουσ)
autodafé (ουσ αρσ )
autodecisione (θηλ.ουσ)
autodenuncia (θηλ.ουσ)
autodeterminazione (θηλ.ουσ)
autodidatta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
autodidattico (επίθ.)
autodifesa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---