Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


austrìaco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [awsˈtriako]

ο Αυστριακός (-ή)

austrìaco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [awsˈtriako]

αυστριακός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Austria austro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

austero (επίθ.)
australe (επίθ.)
Australia (θηλ.ουσ)
australiano (αρσ. επίθ και ουσ)
Austria (θηλ.ουσ)
austriaco (ουσ αρσ )
austriaco (επίθ.)
austro (ουσ αρσ )
autarchia (θηλ.ουσ)
autarchico (επίθ.)
autentica (θηλ.ουσ)
autenticare (ρ. μτβ.)
autenticazione (θηλ.ουσ)
autenticità (θηλ.ουσ)
autentico (επίθ.)
autentificare (ρ. μτβ.)
autiere (ουσ αρσ )
autismo (ουσ αρσ )
autista (ουσ αρσ και θηλ.)
autistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---