Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àuspice  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈawspiʧe]

1 διαφημιζόμενος αναλαμβάνων κόστος
2 μάντης οιωνοσκόπος (στην αρχαία Ρώμη)
3 υποστηρικτής
4 σπόνσορ
5 ανάδοχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  auspicato auspicio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ausiliatrice (θηλ.ουσ)
ausilio (ουσ αρσ )
auspicabile (επίθ.)
auspicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
auspicato (επίθ.)
auspice (αρσ. επίθ και ουσ)
auspicio (ουσ αρσ )
austerità (θηλ.ουσ)
austero (επίθ.)
australe (επίθ.)
Australia (θηλ.ουσ)
australiano (αρσ. επίθ και ουσ)
Austria (θηλ.ουσ)
austriaco (ουσ αρσ )
austriaco (επίθ.)
austro (ουσ αρσ )
autarchia (θηλ.ουσ)
autarchico (επίθ.)
autentica (θηλ.ουσ)
autenticare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---