Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàuspice
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈawspiʧe] 1 διαφημιζόμενος αναλαμβάνων κόστος 2 μάντης οιωνοσκόπος (στην αρχαία Ρώμη) 3 υποστηρικτής 4 σπόνσορ 5 ανάδοχος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |