Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόausìlio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [awˈziljo] 1 συμπαράσταση 2 συνδρομή 3 υποστήριξη 4 στήριγμα 5 βοήθεια 6 αρωγή 7 επικουρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |