ItalianoGreco


ausiliàre  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [awziˈljare]

1 δευτερεύων
2 βοηθητικό ρήμα
3 βοηθός
4 βοηθητικός
5 επικουρικός
6 εφεδρικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---