Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ausiliàre  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [awziˈljare]

1 δευτερεύων
2 βοηθητικό ρήμα
3 βοηθός
4 βοηθητικός
5 επικουρικός
6 εφεδρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  auscultazione ausiliaria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aurora (θηλ.ουσ)
aurorale (επίθ.)
auroso (επίθ.)
auscultare (ρ. μτβ.)
auscultazione (θηλ.ουσ)
ausiliare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ausiliaria (θηλ.ουσ)
ausiliario (επίθ.)
ausiliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ausiliatrice (θηλ.ουσ)
ausilio (ουσ αρσ )
auspicabile (επίθ.)
auspicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
auspicato (επίθ.)
auspice (αρσ. επίθ και ουσ)
auspicio (ουσ αρσ )
austerità (θηλ.ουσ)
austero (επίθ.)
australe (επίθ.)
Australia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---