Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόauròra, auróra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [auˈrɔra], [auˈrora] 1 χάραμα 2 αυγή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |