Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόauricolàre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [awrikoˈlare] ακουστικό αυτιού auricolàre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [awrikoˈlare] 1 ακουστικός 2 ωτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |