Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàurico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈawriko] 1 που περιέχει χρυσό 2 χρυσοφόρος 3 χρυσαφένιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |