Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àura  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈawra]

αύρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aumento aureo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aulire (ρ.αμτβ.)
aumentabile (επίθ.)
aumentare (ρ.αμτβ.)
aumentare (ρ. μτβ.)
aumento (ουσ αρσ )
aura (θηλ.ουσ)
aureo (επίθ.)
aureola (θηλ.ουσ)
aureolare (επίθ.)
aurica (θηλ.ουσ)
aurico (επίθ.)
auricola (θηλ.ουσ)
auricolare (ουσ αρσ )
auricolare (επίθ.)
auricolato (επίθ.)
aurifero (επίθ.)
auriga (ουσ αρσ )
aurora (θηλ.ουσ)
aurorale (επίθ.)
auroso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---