Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aurìcola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [awˈrikola]

1 πτερύγιο αυτιού
2 ωτίο καρδιακού κόλπου
3 κόλπος καρδίας
4 λοβιώδες τμήμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aurico auricolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aureo (επίθ.)
aureola (θηλ.ουσ)
aureolare (επίθ.)
aurica (θηλ.ουσ)
aurico (επίθ.)
auricola (θηλ.ουσ)
auricolare (ουσ αρσ )
auricolare (επίθ.)
auricolato (επίθ.)
aurifero (επίθ.)
auriga (ουσ αρσ )
aurora (θηλ.ουσ)
aurorale (επίθ.)
auroso (επίθ.)
auscultare (ρ. μτβ.)
auscultazione (θηλ.ουσ)
ausiliare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ausiliaria (θηλ.ουσ)
ausiliario (επίθ.)
ausiliatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---