Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaurìcola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [awˈrikola] 1 πτερύγιο αυτιού 2 ωτίο καρδιακού κόλπου 3 κόλπος καρδίας 4 λοβιώδες τμήμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |