Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aumentàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [awmenˈtabile]

1 που μπορεί να αυξηθεί
2 αυξητέος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aulire aumentare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

augurio (ουσ αρσ )
augusto (αρσ. επίθ και ουσ)
aula (θηλ.ουσ)
aulico (επίθ.)
aulire (ρ.αμτβ.)
aumentabile (επίθ.)
aumentare (ρ.αμτβ.)
aumentare (ρ. μτβ.)
aumento (ουσ αρσ )
aura (θηλ.ουσ)
aureo (επίθ.)
aureola (θηλ.ουσ)
aureolare (επίθ.)
aurica (θηλ.ουσ)
aurico (επίθ.)
auricola (θηλ.ουσ)
auricolare (ουσ αρσ )
auricolare (επίθ.)
auricolato (επίθ.)
aurifero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---