ItalianoGreco


attutìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [attuˈtire]

1 ελαχιστοποιώ
2 καταπνίγω (ήχο)
3 τυλίγω για να πνίξω ήχο
4 καθησυχάζω
5 κατευνάζω
6 συμβιβάζομαι

attutìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [attuˈtirsi]

1 εξασθενίζω
2 καθησυχάζομαι
3 ανακουφίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---