Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attutìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [attuˈtire]

1 ελαχιστοποιώ
2 καταπνίγω (ήχο)
3 τυλίγω για να πνίξω ήχο
4 καθησυχάζω
5 κατευνάζω
6 συμβιβάζομαι

attutìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [attuˈtirsi]

1 εξασθενίζω
2 καθησυχάζομαι
3 ανακουφίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attuazione audace  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attuare (ρ. μτβ.)
attuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attuariale (επίθ.)
attuario (ουσ αρσ )
attuazione (θηλ.ουσ)
attutire (ρ. μτβ.)
attutirsi (ρ. μ. αμτβ.)
audace (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
audacia (θηλ.ουσ)
audio (αρσ. επίθ και ουσ)
audiofrequenza (θηλ.ουσ)
audiolinguistico (επίθ.)
audiologia (θηλ.ουσ)
audiometro (ουσ αρσ )
audiovisivo (αρσ. επίθ και ουσ)
auditore (ουσ αρσ )
auditorio (ουσ αρσ )
audizione (θηλ.ουσ)
auf (επιφ.)
auge (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---