Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattualizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [attualidˈdzare] 1 συγχρονίζω 2 εφαρμόζω σύγχρονες αντιλήψεις 3 εκσυγχρονίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |