Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attualità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [attualiˈta]

η επικαιρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attuale attualizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attruppare (ρ. μτβ.)
attrupparsi (ρ. μ. αμτβ.)
attuabile (επίθ.)
attuabilità (θηλ.ουσ)
attuale (επίθ.)
attualità (θηλ.ουσ)
attualizzare (ρ. μτβ.)
attualmente (επίρ.)
attuare (ρ. μτβ.)
attuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
attuariale (επίθ.)
attuario (ουσ αρσ )
attuazione (θηλ.ουσ)
attutire (ρ. μτβ.)
attutirsi (ρ. μ. αμτβ.)
audace (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
audacia (θηλ.ουσ)
audio (αρσ. επίθ και ουσ)
audiofrequenza (θηλ.ουσ)
audiolinguistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---