Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattruppaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [attruppaˈmento] 1 κοσμοσυρροή 2 πλήθος 3 συνωστισμός 4 όχλος 5 συνάθροιση μαζική 6 τσούρμο 7 μπουλούκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |