Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attristàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [attrisˈtare]

1 βαρυκαρδίζω
2 κακοκαρδίζω
3 πικροκαρδίζω
4 λυπώ
5 θλίβω
6 στενοχωρώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attrice attristire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attribuirsi (ρ.μ. (αντων.))
attributivo (επίθ.)
attributo (ουσ αρσ )
attribuzione (θηλ.ουσ)
attrice (θηλ.ουσ)
attristare (ρ. μτβ.)
attristire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attristirsi (ρ.μ. (αντων.))
attrito (ουσ αρσ )
attrizione (θηλ.ουσ)
attruppamento (ουσ αρσ )
attruppare (ρ. μτβ.)
attrupparsi (ρ. μ. αμτβ.)
attuabile (επίθ.)
attuabilità (θηλ.ουσ)
attuale (επίθ.)
attualità (θηλ.ουσ)
attualizzare (ρ. μτβ.)
attualmente (επίρ.)
attuare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---