Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [atˈtriʧe]

1 εναγομένη
2 θεατρίνα
3 ηθοποιός (η)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attribuzione attristare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attribuire (ρ. μτβ.)
attribuirsi (ρ.μ. (αντων.))
attributivo (επίθ.)
attributo (ουσ αρσ )
attribuzione (θηλ.ουσ)
attrice (θηλ.ουσ)
attristare (ρ. μτβ.)
attristire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attristirsi (ρ.μ. (αντων.))
attrito (ουσ αρσ )
attrizione (θηλ.ουσ)
attruppamento (ουσ αρσ )
attruppare (ρ. μτβ.)
attrupparsi (ρ. μ. αμτβ.)
attuabile (επίθ.)
attuabilità (θηλ.ουσ)
attuale (επίθ.)
attualità (θηλ.ουσ)
attualizzare (ρ. μτβ.)
attualmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---