Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattrìce
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [atˈtriʧe] 1 εναγομένη 2 θεατρίνα 3 ηθοποιός (η) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |