Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attribuìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [attribuˈire]

απονέμω

attribuirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [attribuˈirsi]

1 σφετερίζομαι
2 υπεξαιρώ
3 αντιποιούμαι
4 διεκδικώ αδίκως
5 ιδιοποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attribuibile attributivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attrezzeria (θηλ.ουσ)
attrezzista (ουσ αρσ και θηλ.)
attrezzistica (θηλ.ουσ)
attrezzo (ουσ αρσ )
attribuibile (επίθ.)
attribuire (ρ. μτβ.)
attribuirsi (ρ.μ. (αντων.))
attributivo (επίθ.)
attributo (ουσ αρσ )
attribuzione (θηλ.ουσ)
attrice (θηλ.ουσ)
attristare (ρ. μτβ.)
attristire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attristirsi (ρ.μ. (αντων.))
attrito (ουσ αρσ )
attrizione (θηλ.ουσ)
attruppamento (ουσ αρσ )
attruppare (ρ. μτβ.)
attrupparsi (ρ. μ. αμτβ.)
attuabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---