Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attrézzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atˈtrettso]

το εργαλείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attrezzistica attribuibile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


carro [αρσ.] attrezzi = ο γερανός


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attrezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
attrezzatura (θηλ.ουσ)
attrezzeria (θηλ.ουσ)
attrezzista (ουσ αρσ και θηλ.)
attrezzistica (θηλ.ουσ)
attrezzo (ουσ αρσ )
attribuibile (επίθ.)
attribuire (ρ. μτβ.)
attribuirsi (ρ.μ. (αντων.))
attributivo (επίθ.)
attributo (ουσ αρσ )
attribuzione (θηλ.ουσ)
attrice (θηλ.ουσ)
attristare (ρ. μτβ.)
attristire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attristirsi (ρ.μ. (αντων.))
attrito (ουσ αρσ )
attrizione (θηλ.ουσ)
attruppamento (ουσ αρσ )
attruppare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---