Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattrézzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [atˈtrettso] το εργαλείο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcarro [αρσ.] attrezzi = ο γερανός Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |