Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattrezzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [attretˈtsare] 1 εξαρτίζω 2 αρματώνω 3 εξοπλίζω 4 εφοδιάζω 5 εφοπλίζω attrezzarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [attretˈtsarsi] 1 προετοιμάζομαι 2 ετοιμάζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |