Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattraversàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [attraverˈsare] 1 διαβαίνω 2 (strada) διασχίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |