Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attrezzatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [attrettsaˈtura]

1 εξοπλισμός
2 εξάρτιση
3 εφοδιασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attrezzarsi attrezzeria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attraverso (επίρ.)
attrazione (θηλ.ουσ)
attrezzamento (ουσ αρσ )
attrezzare (ρ. μτβ.)
attrezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
attrezzatura (θηλ.ουσ)
attrezzeria (θηλ.ουσ)
attrezzista (ουσ αρσ και θηλ.)
attrezzistica (θηλ.ουσ)
attrezzo (ουσ αρσ )
attribuibile (επίθ.)
attribuire (ρ. μτβ.)
attribuirsi (ρ.μ. (αντων.))
attributivo (επίθ.)
attributo (ουσ αρσ )
attribuzione (θηλ.ουσ)
attrice (θηλ.ουσ)
attristare (ρ. μτβ.)
attristire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attristirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---