Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattrezzerìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [attrettseˈria] 1 υλικά 2 περιουσία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |