Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattrìto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [atˈtrito] 1 φθορά 2 τρίψιμο 3 τριβή 4 δυσαρέσκεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |