Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattrattìvo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [attratˈtivo] 1 θελκτικός 2 καλαίσθητος 3 λαχταριστός 4 ελκυστικός 5 γοητευτικός 6 δελεαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |