Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόattràcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [atˈtrakko] 1 θέση αγκυροβολίου πλοίου 2 άραγμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |