Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


attràcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atˈtrakko]

1 θέση αγκυροβολίου πλοίου
2 άραγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  attraccare attrarre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attorno (επίρ.)
attorto (επίθ.)
attossicare (ρ. μτβ.)
attraccaggio (ουσ αρσ )
attraccare (ρ.αμτβ.)
attracco (ουσ αρσ )
attrarre (ρ. μτβ.)
attrattiva (θηλ.ουσ)
attrattivo (αρσ. επίθ και ουσ)
attraversabile (επίθ.)
attraversamento (ουσ αρσ )
attraversare (ρ. μτβ.)
attraverso (επίρ.)
attrazione (θηλ.ουσ)
attrezzamento (ουσ αρσ )
attrezzare (ρ. μτβ.)
attrezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
attrezzatura (θηλ.ουσ)
attrezzeria (θηλ.ουσ)
attrezzista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---