Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sorrèggere (ρ. μτβ.) sorvólo (ουσ αρσ )
sorreggersi (ρ.μ. (αντων.)) soscrizióne (θηλ.ουσ)
sorrentino (ουσ αρσ ) sòsia (ουσ αρσ )
sorrentino (επίθ.) sospèndere (ρ. μτβ.)
sorridènte (επίθ.) sospensióne (θηλ.ουσ)
sorrìdere (ρ. μτβ. και αμετβ.) sospensìva (θηλ.ουσ)
sorrìso (ουσ αρσ ) sospensìvo (επίθ.)
sorsàta (θηλ.ουσ) sospensóre (αρσ. επίθ και ουσ)
sorseggiàre (ρ. μτβ.) sospensòrio (ουσ αρσ )
sórso (ουσ αρσ ) sospensòrio (επίθ.)
sòrta (θηλ.ουσ) sospéso (ουσ αρσ )
sòrte (θηλ.ουσ) sospéso (επίθ.)
sorteggiàbile (επίθ.) sospettàbile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sorteggiàre (ρ. μτβ.) sospettàre (ρ.αμτβ.)
sorteggiàto (ουσ αρσ ) sospettàre (ρ. μτβ.)
sortéggio (ουσ αρσ ) sospètto (ουσ αρσ )
sortilègio (ουσ αρσ ) sospètto (επίθ.)
sortìre (ρ.αμτβ.) sospettosaménte (επίρ.)
sortìre (ρ. μτβ.) sospettosità (θηλ.ουσ)
sortìta (θηλ.ουσ) sospettóso (επίθ.)
sorvegliànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) sospìngere (ρ. μτβ.)
sorvegliànza (θηλ.ουσ) sospiràre (ρ.αμτβ.)
sorvegliàre (ρ. μτβ.) sospiràre (ρ. μτβ.)
sorvegliàto (αρσ. επίθ και ουσ) sospiràto (επίθ.)
sorvolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) sospìro (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: