Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sorrentino  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sorrenˈtino]

κάτοικος του Σορέντο

sorrentino  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sorrenˈtino]

ο του Σορέντο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sorreggersi sorridente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sorprendersi (ρ.μ. (αντων.))
sorpresa (θηλ.ουσ)
sorpreso (επίθ.)
sorreggere (ρ. μτβ.)
sorreggersi (ρ.μ. (αντων.))
sorrentino (ουσ αρσ )
sorrentino (επίθ.)
sorridente (επίθ.)
sorridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sorriso (ουσ αρσ )
sorsata (θηλ.ουσ)
sorseggiare (ρ. μτβ.)
sorso (ουσ αρσ )
sorta (θηλ.ουσ)
sorte (θηλ.ουσ)
sorteggiabile (επίθ.)
sorteggiare (ρ. μτβ.)
sorteggiato (ουσ αρσ )
sorteggio (ουσ αρσ )
sortilegio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---