Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sorridènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sorriˈdɛnte]

1 γελαστός
2 χαμογελαστός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sorrentino sorridere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sorpreso (επίθ.)
sorreggere (ρ. μτβ.)
sorreggersi (ρ.μ. (αντων.))
sorrentino (ουσ αρσ )
sorrentino (επίθ.)
sorridente (επίθ.)
sorridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sorriso (ουσ αρσ )
sorsata (θηλ.ουσ)
sorseggiare (ρ. μτβ.)
sorso (ουσ αρσ )
sorta (θηλ.ουσ)
sorte (θηλ.ουσ)
sorteggiabile (επίθ.)
sorteggiare (ρ. μτβ.)
sorteggiato (ουσ αρσ )
sorteggio (ουσ αρσ )
sortilegio (ουσ αρσ )
sortire (ρ.αμτβ.)
sortire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---