Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sortìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sorˈtire]

1 εξέρχομαι
2 βγαίνω
3 κάνω έφοδο
4 εξέρχομαι με κλήρωση
5 βγαίνω με κλήρο

sortìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sorˈtire]

1 αποκτώ
2 έχω το χάρισμα
3 αποκτώ από τύχη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sortilegio sortita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sorteggiabile (επίθ.)
sorteggiare (ρ. μτβ.)
sorteggiato (ουσ αρσ )
sorteggio (ουσ αρσ )
sortilegio (ουσ αρσ )
sortire (ρ.αμτβ.)
sortire (ρ. μτβ.)
sortita (θηλ.ουσ)
sorvegliante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sorveglianza (θηλ.ουσ)
sorvegliare (ρ. μτβ.)
sorvegliato (αρσ. επίθ και ουσ)
sorvolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sorvolo (ουσ αρσ )
soscrizione (θηλ.ουσ)
sosia (ουσ αρσ )
sospendere (ρ. μτβ.)
sospensione (θηλ.ουσ)
sospensiva (θηλ.ουσ)
sospensivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---