Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sorvegliànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sorveʎˈʎante]

1 επιβλέπων
2 επιτηρητής
3 φύλακας
4 φρουρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sortita sorveglianza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sorteggio (ουσ αρσ )
sortilegio (ουσ αρσ )
sortire (ρ.αμτβ.)
sortire (ρ. μτβ.)
sortita (θηλ.ουσ)
sorvegliante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sorveglianza (θηλ.ουσ)
sorvegliare (ρ. μτβ.)
sorvegliato (αρσ. επίθ και ουσ)
sorvolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sorvolo (ουσ αρσ )
soscrizione (θηλ.ουσ)
sosia (ουσ αρσ )
sospendere (ρ. μτβ.)
sospensione (θηλ.ουσ)
sospensiva (θηλ.ουσ)
sospensivo (επίθ.)
sospensore (αρσ. επίθ και ουσ)
sospensorio (ουσ αρσ )
sospensorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---