Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsorvegliànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sorveʎˈʎantsa] 1 επίβλεψη 2 επαγρύπνηση 3 παρακολούθηση 4 επιτήρηση 5 φρουρά 6 φρούρηση 7 εγρήγορση 8 βάρδια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |