ItalianoGreco


sospéso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sosˈpeso]

εκκρεμής υπόθεση

sospéso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sosˈpeso]

1 διστακτικός
2 αμφίβολος
3 περίπλοκος
4 αβέβαιος
5 αναποφάσιστος
6 αμφιταλαντευόμενος
7 μετέωρος
8 εκκρεμής
9 μετεωριζόμενος
10 αιωρούμενος
11 κρεμαστός
12 κρεμασμένος
13 αναβληθείς
14 ανασταλείς
15 διακοπείς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---