Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sospéso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sosˈpeso]

εκκρεμής υπόθεση

sospéso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sosˈpeso]

1 διστακτικός
2 αμφίβολος
3 περίπλοκος
4 αβέβαιος
5 αναποφάσιστος
6 αμφιταλαντευόμενος
7 μετέωρος
8 εκκρεμής
9 μετεωριζόμενος
10 αιωρούμενος
11 κρεμαστός
12 κρεμασμένος
13 αναβληθείς
14 ανασταλείς
15 διακοπείς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sospensorio sospettabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sospensiva (θηλ.ουσ)
sospensivo (επίθ.)
sospensore (αρσ. επίθ και ουσ)
sospensorio (ουσ αρσ )
sospensorio (επίθ.)
sospeso (ουσ αρσ )
sospeso (επίθ.)
sospettabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sospettare (ρ.αμτβ.)
sospettare (ρ. μτβ.)
sospetto (ουσ αρσ )
sospetto (επίθ.)
sospettosamente (επίρ.)
sospettosità (θηλ.ουσ)
sospettoso (επίθ.)
sospingere (ρ. μτβ.)
sospirare (ρ.αμτβ.)
sospirare (ρ. μτβ.)
sospirato (επίθ.)
sospiro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---