Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsospensìva
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sospenˈsiva] 1 σταμάτημα 2 αναβολή 3 αναστολή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |