Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sospensòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sospenˈsɔrjo]

1 σπασουάρ
2 αναρτήρας επίδεσμος

sospensòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sospenˈsɔrjo]

1 ο της ανάρτησης
2 ο του αναρτήρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sospensore sospeso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sospendere (ρ. μτβ.)
sospensione (θηλ.ουσ)
sospensiva (θηλ.ουσ)
sospensivo (επίθ.)
sospensore (αρσ. επίθ και ουσ)
sospensorio (ουσ αρσ )
sospensorio (επίθ.)
sospeso (ουσ αρσ )
sospeso (επίθ.)
sospettabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sospettare (ρ.αμτβ.)
sospettare (ρ. μτβ.)
sospetto (ουσ αρσ )
sospetto (επίθ.)
sospettosamente (επίρ.)
sospettosità (θηλ.ουσ)
sospettoso (επίθ.)
sospingere (ρ. μτβ.)
sospirare (ρ.αμτβ.)
sospirare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---