ItalianoGreco


sospensòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sospenˈsɔrjo]

1 σπασουάρ
2 αναρτήρας επίδεσμος

sospensòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sospenˈsɔrjo]

1 ο της ανάρτησης
2 ο του αναρτήρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---