Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsospèndere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [sosˈpɛndere] 1 (interrompere) διακόπτω 2 (evento) αναβάλλω 3 (a scuola) αποβάλλω 4 (dipendente) απολύω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |