Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sospèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sosˈpɛndere]

1 (interrompere) διακόπτω
2 (evento) αναβάλλω
3 (a scuola) αποβάλλω
4 (dipendente) απολύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sosia sospensione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sorvegliato (αρσ. επίθ και ουσ)
sorvolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sorvolo (ουσ αρσ )
soscrizione (θηλ.ουσ)
sosia (ουσ αρσ )
sospendere (ρ. μτβ.)
sospensione (θηλ.ουσ)
sospensiva (θηλ.ουσ)
sospensivo (επίθ.)
sospensore (αρσ. επίθ και ουσ)
sospensorio (ουσ αρσ )
sospensorio (επίθ.)
sospeso (ουσ αρσ )
sospeso (επίθ.)
sospettabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sospettare (ρ.αμτβ.)
sospettare (ρ. μτβ.)
sospetto (ουσ αρσ )
sospetto (επίθ.)
sospettosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---