Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsorvegliàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [sorveʎˈʎato] 1 φρουρούμενος 2 ελεγχόμενος 3 παρακολουθούμενος 4 επιτηρούμενο πρόσωπο 5 εποπτευόμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |