Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sospettàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sospetˈtare]

υποπτεύομαι

sospettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sospetˈtare]

υποψιάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sospettabile sospetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sospensorio (ουσ αρσ )
sospensorio (επίθ.)
sospeso (ουσ αρσ )
sospeso (επίθ.)
sospettabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sospettare (ρ.αμτβ.)
sospettare (ρ. μτβ.)
sospetto (ουσ αρσ )
sospetto (επίθ.)
sospettosamente (επίρ.)
sospettosità (θηλ.ουσ)
sospettoso (επίθ.)
sospingere (ρ. μτβ.)
sospirare (ρ.αμτβ.)
sospirare (ρ. μτβ.)
sospirato (επίθ.)
sospiro (ουσ αρσ )
sospiroso (επίθ.)
sosta (θηλ.ουσ)
sostantivale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---