Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsòsta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈsɔsta] η στάθμευση, η στάση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdivieto [αρσ.] di sosta = απαγορεύεται η στάθμευση | απαγορεύεται η στάση || senza sosta = χωρίς διακοπή Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |